- εξελίκτρα
- η (Α ἐξελίκτρα)τροχαλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξελίκτρα — ἐξελίκτρᾱ , ἐξελίκτρα roller fem nom/voc/acc dual ἐξελίκτρᾱ , ἐξελίκτρα roller fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίκτρας — ἐξελίκτρᾱς , ἐξελίκτρα roller fem acc pl ἐξελίκτρᾱς , ἐξελίκτρα roller fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελίκτραν — ἐξελίκτρᾱν , ἐξελίκτρα roller fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλικτρο — το (Α ἐξέλικτρον) νεοελλ. ξύλινο τύμπανο ή πηνιστήριο (ανέμη) στο οποίο περιτυλίγονται σχοινιά, καλώδια, συρματόσχοινα τού πλοίου αρχ. η εξελίκτρα … Dictionary of Greek